- στόρι
- τοβλ. στορ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στόρι — και άκλ. στορ, το, Ν παραπέτασμα, κουρτίνα σε παράθυρο ή σε πόρτα, συνήθως πλεκτό ή υφαντό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. store < ιταλ. stora < λατ. storea /staria «πλέγμα, ψάθα»] … Dictionary of Greek
στορ — στορ, το και στόρι, το (λ. γαλλ.), άκλ., παραπέτασμα από χοντρό ύφασμα ή άλλο υλικό (πλαστικό ή μέταλλο) που τοποθετείται στα παράθυρα: Σήκωσε το στόρι για να μπει το φως στο δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
κουρτίνα — και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα) νεοελλ. ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι μσν. ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας τού τείχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ.… … Dictionary of Greek
στήριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεράκιον, Σέλευκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα πρέπει πιθ. να αναγνωστεί στόριον (< λατ. storea / storia «πλέγμα, ψάθα», πρβλ. στόρι [Ι])] … Dictionary of Greek
στορ — το, Ν βλ. στόρι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κιούκορ, Τζορτζ — (George Dewey Cukor, Νέα Υόρκη 1899 – Λος Άντζελες 1983). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Συνέδεσε το όνομά του με ορισμένες από τις πιο λαμπρές στιγμές της βιομηχανίας του εμπορικού θεάματος. Κάποιοι κριτικοί τον… … Dictionary of Greek
Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… … Dictionary of Greek